- κορυφή
- Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού.
(Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές τους ονομάζονται κ. Επίσης, το σημείο τομής της παραβολής με τον άξονά της ονομάζεται κ. της παραβολής (η παραβολή έχει μόνο μία κ., ενώ η έλλειψη και η υπερβολή από τέσσερις η καθεμία). Επίσης, το ελλειψοειδές έχει έξι κ. (τις τομές με τους άξονές του), η κωνική επιφάνεια μία κ. κλπ.
(Φυσ.) Η μέγιστη τιμή που παρουσιάζει ένα χρονικά μεταβαλλόμενο μέγεθος (για παράδειγμα, ηλεκτρομαγνητικό κύμα, ρεύμα, τάση κλπ.) μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Ισχύς κ. ή αιχμής λέγεται η μέγιστη στιγμιαία τιμή της ισχύος μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
* * *και κορφή, η (ΑM κορυφή, Α δωρ. τ. κορυφά, Μ και κορφή)1. το ανώτατο σημείο τού κεφαλιού τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «από την κορφή ώς τα νύχια» β. «τὸ δὲ μεταξὺ ὀφθαλμοῡ και ὠτὸς καὶ κορυφής καλεῑται κρόταφος», Αριστοτ.)2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος (α. «η κορυφή τού βουνού» β. «Αίτνας μελάμφυλλοι κορυφαί», Πίνδ.)3. (γενικά) κάθε ψηλό μέρος (α. «ο ήλιος βρίσκεται στην κορυφή του» β. «κατὰ κορυφὴν ἐσβάλειν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν», Θουκ.)4. σημείο σχήματος ή στερεού που απέχει από τη βάση περισσότερο από όλα τά άλλα (α. «κορυφή γωνίας» — το σημείο συνάντησης τών δύο πλευρών τής γωνίαςβ. «κορυφή καμπύλης» — σημείο τής καμπύλης στο οποίο παρατηρείται η μέγιστη ή η ελάχιστη καμπυλότηταγ. «κορυφή κώνου» — το σημείο από το οποίο αναχωρούν όλες οι γενέτειρες ή οι πλευρές τού κώνουδ. «κορυφή πολυγώνου» — το σημείο συνάντησης δύο συνεχόμενων πλευρών πολυγώνουε. «κορυφή πυραμίδας» — το σημείο σύγκλισης τών παράπλευρων εδρών πυραμίδαςστ. «κορυφή τριγώνου» — το κοινό σημείο δύο πλευρών τριγώνουζ. «τὸ μέν ὅλον ἀπετελέσθη σχῆμα τῆς τάξεως ἔμβολον, οὗ τὸ μὲν ἐπὶ τὴν κορυφήν μέρος ἦν κοῑλον», Πολ.)5. ο τρυφερός βλαστός φυτού που βρίσκεται στο άνω άκρο του, η κορφάδα6. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο σημείο, ο εξέχων, ο άριστος, ο κορυφαίος (α. «αυτός ο γιατρός ήταν κορυφή» β. «η κορυφή τής Εκκλησίας» — ο Χριστός)7. φρ. «κατά κορυφήν γωνίες» — δύο γωνίες που έχουν κοινή κορυφή και οι πλευρές τής μιας είναι προεκτάσεις τών πλευρών τής άλληςνεοελλ.1. το ανθόγαλα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού γάλακτος, το αφρόγαλα, το καϊμάκι2. φυσ. χαρακτηρισμός που αποδίδεται στη μέγιστη τιμή την οποία λαμβάνει χρονικά μεταβαλλόμενο μέγεθος μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα3. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας φοινικίδεςμσν.1. (ως τιμητικός τίτλος) υψηλότητα, μεγαλειότητα2. φρ. α) «ἁγία κορυφή» ή «θεία κορυφή» — το ανώτατο σημείο τού όρους Σινάβ) «κατά κορυφῆς» — κατακόρυφαμσν.-αρχ.η υπέρτατη αρχή, η εξουσία («κορυφᾱ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾱγμα τέλειον», Αισχύλ.)αρχ.1. το πιο εκλεκτό, το έξοχο, το τέλειο («ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν», Πίνδ.)2. το οστό τού κόκκυγα3. ιατρ. απόστημα4. η κρίσιμη κατάσταση («τοῡ πάθεος κορυφὴν ἴσχοντος ἤδη», Αρετ.)5. το κύριο θέμα, η υπόθεση («ἔρχομαι γὰρ ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα», Πλάτ.)6. στον πληθ. αἱ κορυφαίτα άκρα τών δακτύλων7. φρ. α) «λόγων κορυφαί» — η κορωνίδα, το τέλος τών λόγων («ἵνα δὲ κορυφὴν ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ παύσηται», Πλούτ.)β) «λόγων κορυφὰν ὀρθάν» — η ορθή σημασία τών λόγων (Πίνδ.)γ) «κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων» — πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο (Εμπ.)δ) «κατά κορυφήν» — κατακόρυφα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κορυφή / κόρυφος εμφανίζει θ. κορυ- (πρβλ. κόρυς «περικεφαλαία») και επίθημα -φη / -φος (πρβλ. κόλαφος) συνδεόμενη με τη λ. κόρυμβος*. Ο τ. κορφή προήλθε με σίγηση τού -υ- μετά από υγρό (πρβλ. περιβόλι: περβόλι).Παράγωγα και σύνθετα τού κορυφή (και κορφή):ΠΑΡ. κορύφαινα, κορυφαίος, κορυφάςαρχ.κορυφήνδε, κορυφιστήρ, κορυφιστής, κορυφώδηςαρχ.-μσν.κορύπτω, κορυφώμσν.κορυφιακόςνεοελλ.κορυφώνω, κορφάδα, κορφιάς.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κορυφαγενήςνεοελλ.κορυφογραμμή, κορυφολόγος, κορυφοτομία, κορφοβούνι, κορφοδιάσελο, κορφολάτης, κορφολόγος, κορφοπάτης, κορφοπλάτωμα, κορφοστεφανώνω, κορφόφυλλο. (Β συνθετικό) ακόρυφος, δικόρυφος, τρικόρυφοςαρχ.ευκόρυφος, ισοκόρυφος, μεγαλοκόρυφος, μελαγκόρυφος, συγκόρυφοςνεοελλ.αμβλυοκόρυφος, γωνιοκόρυφος, κατακόρυφος, οξυκόρυφος, πολυκόρυφος, υψικόρυφος, βουνοκορφή, βραχοκορφή, δεντροκορφή, ψηλοκορφή].
Dictionary of Greek. 2013.